μοιρογνωμόνιο(ν)

μοιρογνωμόνιο(ν)
το угломер, транспортир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μοιρογνωμόνιο(ν)" в других словарях:

  • μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… …   Dictionary of Greek

  • μοιρογνωμόνιο — το γεωμετρικό όργανο για τη μέτρηση των γωνιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιογνώμονας — ο όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων ( ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»